- καταστραγγίζω
- καταστράγγισα, καταστραγγίστηκα, καταστραγγισμένος, στραγγίζω εντελώς: Την καταστράγγισε την μπουκάλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταστραγγίζω — (Α καταστραγγίζω) στραγγίζω εντελώς, αποστραγγίζω νεοελλ. παθ. καταστραγγίζομαι μτφ. απισχναίνομαι, παθαίνω σωματική κατάπτωση με απίσχνανση … Dictionary of Greek
καταστραγγιεῖ — καταστραγγίζω squeeze out fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταστραγγίζω squeeze out fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՄԵՄ — (եցի.) NBH 2 0977 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 13c, 14c ն. στραγγίζω, ἑκστραγγίζω, καταστραγγίζω guttatim exprimo ἁποπιάζω, διυλίζω եւն. Ճմլելով եւ սեղմելով կաթեցուցանել. մզել. ʼի դուրս բերել զմիջին հիւթս, անցուցանել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)